Σύμφωνα με τις οδηγίες των φορολογικών ελέγχων, κάθε ευρώ θα πρέπει να αποδεικνύεται από πραγματικά γεγονότα και από τραπεζικές κινήσεις και υπόλοιπα λογαριασμών.
H εφορία αγνοεί τα μετρητά στους φορολογικούς ελέγχους καθώς απαιτεί, όλες οι αγορές περιουσιακών στοιχείων και γενικά οι συναλλαγές να αποδεικνύονται με συγκεκριμένες πράξεις.
Η παράμετρος αυτή των φορολογικών ελέγχων, αποσκοπεί στην πάταξη της χρήσης και διακίνησης του «μαύρου» και αφορολόγητου χρήματος, εντούτοις δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε όσους στη διάρκεια της κρίσης, απέσυραν τα χρήματα που είχαν στις τράπεζες και τα έβαλαν είτε σε θυρίδες είτε τα έχουν στα… στρώματα.
Σύμφωνα με το εγχειρίδιο των φορολογικών ελέγχων, κάθε ευρώ θα πρέπει να αποδεικνύεται από πραγματικά γεγονότα και από τραπεζικές κινήσεις και υπόλοιπα λογαριασμών. Δηλαδή η εφορία αναγνωρίζει τα μετρητά που προκύπτουν από τις τραπεζικές καταθέσεις την κινητή και ακίνητη περιουσία το έτος που διεξάγεται ο φορολογικός έλεγχος.
Δεν αναγνωρίζονται τυχόν μετρητά που υπάρχουν σε θυρίδες ή στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αποτελούν ένα επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο για τους ελεγχόμενους, καθώς η ύπαρξη μετρητών εκκινούν υποψίες για τη διακίνηση «μαύρου χρήματος».
Ο ελεγχόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη μετρητών οπουδήποτε, τα οποία χρησιμοποίησε για την αγορά περιουσιακού στοιχείου, καθώς ο έλεγχος απαιτεί όλες οι πράξεις να αποδεικνύονται από πραγματικά γεγονότα που είναι η μεταφορά των αντίστοιχων ποσών από τον τραπεζικό του λογαριασμό.
Ταυτόχρονα, με την «έμμεση τεχνική ελέγχουν» θα πρέπει να αποδεικνύει με πραγματικά στοιχεία και την προέλευση των χρημάτων που ενδεχομένως υπάρχουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους δικούς του ή των προσώπων της οικογένειάς του.
Όπως αναφέρουν λογιστές, στη διάρκεια του 2018, που εντάθηκαν οι φορολογικοί έλεγχοι παρουσιάστηκε σε πολλές περιπτώσεις το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς ακόμα υπάρχει μεγάλο απόθεμα μετρητών εκτός του τραπεζικού συστήματος. Έμπλεξαν έτσι σε περιπέτειες αρκετοί φορολογούμενοι που ελέγχθηκαν και δεν έπεισαν τους ελεγκτές για τη νομιμότητα της προέλευσης των χρημάτων τους, που χρησιμοποιήθηκαν για τις αγορές περιουσιακών στοιχείων και σπεύδουν να υποβάλουν προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών με την προσδοκία να δικαιωθούν.
Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου
Οι «Έμμεσες Τεχνικές Ελέγχου» εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που:
Υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός (προσαύξηση περιουσιακών στοιχείων).
Πραγματοποιούνται δαπάνες, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα ατομικά και οικογενειακά εισοδήματα του Φυσικού Προσώπου.
Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ή και πληροφορίες (πχ. καταγγελίες, διασταυρώσεις από άλλους εν εξελίξει ελέγχους) ότι το πραγματικό εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το δηλωθέν.
Δεν προσκομίζονται τα φορολογικά βιβλία σε περίπτωση που ελεγχόμενος είναι επιχείρηση.
Επίσης υπάρχει και το «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο λειτουργείς την ΑΑΔΕ. Η ειδική Ομάδα Εργασίας που το λειτουργεί σκανάρει τις τραπεζικές καταθέσεις των φορολογουμένων και τις συγκρίνει με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Αν υπάρξουν διαφοροποιήσεις, δηλαδή καταθέσεις που δεν δικαιολογούνται, ο καταθέτης τίθεται στο επίκεντρο του φορολογικού ελέγχου.
Παράλληλα οι ελεγκτικές υπηρεσίες έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών, σχετικά με το οικονομικό προφίλ του ελεγχόμενου, μέσω της πρόσβασης που έχει αποκτήσει η ΑΑΔΕ στις τράπεζες καις τον «Τειρεσία», ενώ παραλαμβάνει από άλλες χώρες και μεγάλο όγκο πληροφοριών για καταθέσεις Ελλήνων στο εξωτερικό από τράπεζες και γενικά χρηματοοικονομικές εταιρείες, ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ. τα οποία διασταυρώνονται.