Διευκρινίσεις για τις κατηγορίες των φορολογούμενων που απαλλάσσονται από την υποχρέωση συγκέντρωσης ηλεκτρονικών αποδείξεων, αλλά και για όσους μειώνεται το “πέναλτι” αν δεν συγκεντρώσουν το προβλεπόμενο όριο ( 30% επί του εισοδήματός τους) παρέχει απόφαση του υπουργείου Οικονομικών. Ειδικά για το 2020 δεν επιβαρύνονται με προσαύξηση φόρου, εφόσον δεν συγκέντρωσαν το απαιτούμενο ποσοστό ηλεκτρονικών αποδείξεων, οι πληγέντες από την πανδημία (όσοι εντάχθηκαν σε αναστολές συμβάσεων και «Συνεργασία», όσοι έλαβαν μειωμένα ενοίκια και οι επαγγελματίες πληττόμενων ΚΑΔ), αλλά και οι άνω των 60 ετών.
Ειδικότερα, με την απόφαση εξειδικεύονται οι ρυθμίσεις στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση προκειμένου να διευκολύνει τους φορολογούμενους σε ό,τι αφορά το μέτρο των ηλεκτρονικών δαπανών καθώς η πανδημία και οι περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα μείωσαν τα εισοδήματα και έκαναν δυσκολότερη τη συγκέντρωσή των e-αποδείξεων.
Στην απόφαση, μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα ακόλουθα:
1. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, οι κατηγορίες των φορολογουμένων που εξαιρούνται από την προσαύξηση του φόρου σε περίπτωση που δεν πραγματοποίησαν το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής είναι οι εξής:
- Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία, θεωρήθηκε ως πληττόμενη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020.
- Τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID – 19
- Τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε διαστήματος εντός του 2020.
- Τα φυσικά πρόσωπα τα οποία εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020.
- Τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID – 19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ.
- Οι φορολογούμενοι που είχαν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους στις 31 Δεκεμβρίου 2019.
2. Δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα επί του οποίου υπολογίζονται οι απαιτούμενες δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, εισοδήματα με έκτακτο χαρακτήρα, καθώς και έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που δόθηκαν στα πλαίσια αντιμετώπισης των συνεπειών εξάπλωσης της πανδημίας. Αυτά τα εισοδήματα έκτακτου χαρακτήρα είναι τα ακόλουθα:
– Οι εφάπαξ αποζημιώσεις λόγω διακοπής σύμβασης εργασίας ή άλλης σύμβασης και το καταβαλλόμενο ασφάλιστρο στα πλαίσια ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων.
– Το επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων, καθώς και το επίδομα αναζήτησης εργασίας στο πλαίσιο δράσεων συμβουλευτικής.
– Η αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης.
– Η είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή οικονομικής ενίσχυσης, λόγω διάλυσης αλιευτικού σκάφους.
– Έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 και αποτελούν εισόδημα.
3. Θεσπίζονται ειδικές ρυθμίσεις για το φορολογικό έτος 2020, για τις περιπτώσεις που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου, ως εξής:
– Για τις περιπτώσεις που το δηλωθέν ποσό δαπανών που πραγματοποιήθηκαν εντός του φορολογικού έτους 2020 με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής είναι μεν χαμηλότερο του απαιτούμενου 30% του πραγματικού εισοδήματος από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά είναι υψηλότερο του 20% αυτού, επιβάλλεται φόρος 11% επί της διαφοράς μεταξύ απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών που πραγματοποιηθήκαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα ίσο με 15.000€, απαιτείται να δηλώσει εντός του φορολογικού έτους 2020 δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσού τουλάχιστον 4.500€ (15.000*30%=4.500). Εάν αυτός δηλώσει δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής που ανέρχονται στο 25% (ανώτερο του 20%, αλλά υπολειπόμενου του απαιτούμενου 30%) του πραγματικού τους εισοδήματος (15.000*25%=3.750€), τότε η προσαύξηση του φόρου θα είναι ίση με 82,5€ [(4.500-3.750)*11%=82,5].
– Για τις περιπτώσεις, όπου το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής έτους 2020, υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε η προσαύξηση του φόρου , αποτελείται από το άθροισμα δύο επί μέρους ποσών (α+β) και υπολογίζεται: α) ως το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή 22% και, επιπροσθέτως, β) από το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή 11%.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα ίσο με 19.000 ευρώ και δηλωθείσες δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής έτους 2020 ίσες με 1.850 ευρώ (οι απαιτούμενες δαπάνες είναι 19.000*30% = 5.700€), θα επιβαρυνθεί με προσαύξηση του φόρου ίση με 638€ (429€+209€). Το πρώτο μέρος της προσαύξησης των 429€ αντιστοιχεί στο 22% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του 20% του πραγματικού εισοδήματος και του δηλωθέντος ποσού δαπανών {[(20%*19.000)-1850]*22% = 429€}. Το δεύτερο μέρος της προσαύξησης των 209€ αντιστοιχεί στο 11% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του 20% του πραγματικού εισοδήματος {[(30%*19.000)-(20%*19.000)]*11%=209€}.