Συντομεύουν οι χρόνοι «για να μην ενθαρρύνεται η απραξία της φορολογικής διοίκησης»
Νέα ανατροπή στους χρόνους παραγραφής φορολογικών υποθέσεων επιφέρει απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλεται εκπρόθεσμη δήλωση και θέτει αυστηρά, ανώτατο όριο παραγραφής την 15ετία.
Τα τελευταία χρόνια με τις διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους οι χρόνοι παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων συμπιέστηκαν, εξέλιξη που είχε ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων να γλιτώσουν και περισσότεροι από 12.500 Έλληνες με τα καταθέσεις στο εξωτερικό οι οποίοι βρέθηκαν στις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και χιλιάδες άλλοι ακόμη, που ήταν στη Λίστα των Εμβασμάτων.
Με την τελευταία απόφαση-πιλότο του ΣτΕ ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που δεν έχει υποβληθεί για κάποια χρήση φορολογική δήλωση και υποβάλλεται εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φορολογίας, ο χρόνος παραγραφής, δεν μπορεί να παραταθεί πέραν της 15ετίας, ανεξάρτητα από το πότε θα υποβληθεί η εκπρόθεσμη δήλωση.
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και τη νομολογία, όλες οι φορολογικές υποθέσεις παραγράφονται στην πενταετία από το έτος λήξης της προθεσμάις υποβολής της φορολογικής δήλωσης. Αν δεν υποβληθεί φορολογική δήλωση η υπόθεση μένει “ανοιχτή” για μια 15ετία. Αν υποβληθεί εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση, πέραν της πενταετίας και μέχρι την 15ετία, τότε η υπόθεση μένει “ανοιχτή” για μια τριετία από την ημερομηνία υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης.
Μέχρι σήμερα η ΑΑΔΕ, με βάση την ερμηνεία της ισχύουσας νομοθεσίας, θεωρούσε ότι στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, η προθεσμία παραγραφής εκτείνεται για μια τριετία από την ημερομηνία υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης.
Δηλαδή, αν κάποιος υπέβαλε εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση, στο 14ο ή 15ο έτος, από το έτος που είχε υποχρέωση να υποβάλλει, τότε η παραγραφή επεκτεινόταν για μια τριετία ακόμη, από την ημερομηνία υποβολής της εκπρόθεσμης. Έτσι η υπόθεση έμενε ανοιχτή για 16 ή και 18 χρόνια.
Με την απόφασή του το ΣτΕ, περιορίζει τη συγκεκριμένη δυνατότητα των φορολογικών αρχών και ορίζει ότι στις περιπτώσεις μη υποβολής αρχικής φορολογικής δήλωσης και την υποβολή εκπρόθεσμης αργότερα, ο χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί την 15ετία.
Η απόφαση
Ειδικότερα το ΣτΕ (με την υπ αρ. ΣτΕ 732/2019), αποφάνθηκε τα ακόλουθα:
- Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεως εντός της κατ’ άρθρον 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994 προθεσμίας πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον οικείο φόρο ισχύει κατ’ αρχήν η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή (84 παρ. 1) πενταετής προθεσμία παραγραφής από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Σε περίπτωση, όμως, που η εκπρόθεσμη δήλωση υποβληθεί κατά το τελευταίο έτος της ως άνω πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, τότε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 5 εδάφιο β του ν. 2238/1994, το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης.
- Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεως μετά την πάροδο της προθεσμίας πενταετούς παραγραφής του άρθρου 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994, το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται κατ’ αρχήν μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 5 εδάφιο β του ν. 2238/1994, με ανώτατο, ωστόσο, χρονικό όριο παραγραφής την οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 5 εδάφιο α του ν. 2238/1994 προθεσμία των δεκαπέντε ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης.
Το σκεπτικό
Το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε για να εκδώσει τη συγκεκριμένη απόφαση είναι το ακόλουθο:
«…Και τούτο διότι επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής μετά το δέκατο πέμπτο έτος από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης, με αποτέλεσμα το συνολικό διάστημα παραγραφής να εκτείνεται στα δεκαοκτώ έτη από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας, αντίκειται, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς η καθιέρωση ενός τόσο μεγάλου διαστήματος παραγραφής -πέραν της δεκαπενταετίας- εμφανώς βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό περιπτώσεων φοροδιαφυγής, χωρίς να διασφαλίζει ούτε την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών, και, ως εκ τούτου, κατ’ αποτέλεσμα, ούτε την τήρηση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, ούτε τα συνταγματικώς προστατευόμενα συμφέροντα και δικαιώματα του διοικούμενου (δυνατότητα προγραμματισμού και ανάπτυξης των οικονομικών του δραστηριοτήτων με έγκαιρη εκκαθάριση των φορολογικών εκκρεμοτήτων, δικαίωμα άμυνας του φορολογούμενου), ενώ, αντίθετα, ενθαρρύνει την απραξία της φορολογικής διοίκησης, η οποία, ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, οφείλει επικαίρως να ερευνά και να εξακριβώνει και τις περιπτώσεις υποχρέων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση».