Οι κατασχέσεις ιδίως τραπεζικών λογαριασμών για χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία αποτελεί μείζονα ανησυχία επιχειρήσεων και ιδιωτών, σε καιρούς που η οικονομική στενότητα αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Πώς όμως μπορεί να αμυνθεί ο φορολογούμενος έναντι τέτοιων ενεργειών της φορολογικής διοίκησης ή του ΚΕΑΟ;
Άσκηση ανακοπής κατά της κατάσχεσης : Θα πρέπει καταρχάς να τονίσουμε ότι ναι μεν προβλέπεται από το νόμο η δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της κατάσχεσης, όμως οι λόγοι που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος σε αυτό το στάδιο είναι περιορισμένοι. Αν δεν υπάρχει διαδικαστικό ελάττωμα της κατάσχεσης, στην ουσία οι μόνοι λόγοι που μπορεί κανείς να επικαλεστεί στο στάδιο αυτό είναι εξόφληση του χρέους, παραγραφή ή ανυπαρξία ατομικής ευθύνης, εάν πρόκειται για συνευθυνόμενο πρόσωπο και δεν του έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως ατομική ειδοποίηση.
Αίτηση αναστολής εκτέλεσης: Ακόμη πιο ατελέσφορη πρακτικά αποδεικνύεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης ( ασφαλιστικά μέτρα ) που τυχόν ασκείται μετά την κατάσχεση. Ατελέσφορη, διότι ακόμη και εάν γίνει δεκτή, έχει ως μόνο αποτέλεσμα να παγώσει η κατάσχεση και να μην προχωρήσει η καταβολή των χρημάτων του κατεσχεμένου λογαριασμού προς το δημόσιο, όχι όμως και να απελευθερωθούν τα χρήματα για να είναι διαθέσιμα και πάλι στο φορολογούμενο. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή, η οποία όμως συνήθως δικάζεται μετά από χρόνια αναμονής.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο φορολογούμενος δεν μπορεί να πολυ-λογαριάζει σε μέσα άμυνας αφού έλθει η κατάσχεση. Πρέπει αντιθέτως να προνοεί από πριν για να είναι προστατευμένος.
Καταρχάς, εφόσον υπάρχει επίφοβη φορολογική ή ασφαλιστική οφειλή, ο φορολογούμενος πρέπει να ασκεί εξαρχής τα προβλεπόμενα διοικητικά (ενδικοφανείς προσφυγές, ενστάσεις) και ένδικα (προσφυγές στα διοικητικά Δικαστήρια) βοηθήματα. Πρέπει δε παράλληλα, εφόσον δεν είναι σε θέση να υπαχθεί σε ρύθμιση, να ασκεί και αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης επί των δικαστικών προσφυγών (ή και επί της φορολογικής ενδικοφανούς προσφυγής), προκειμένου να είναι νομικά προστατευμένος από την επιβολή κατασχέσεων.
Δεύτερον, από τη στιγμή που είτε δεν ασκήθηκαν προσφυγές, είτε ασκήθηκαν προσφυγές αλλά δεν ασκήθηκε ή απερρίφθη η οικεία αίτηση αναστολής, τότε ο φορολογούμενος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι είναι εκτεθειμένος σε δύο πολύ σοβαρούς και άμεσους κινδύνους:
Ο πρώτος και πιο προφανής κίνδυνος είναι να χάσει, μέσω κατασχέσεων, όσα λεφτά του είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μέχρι το όριο του ακατασχέτου (1.250 ευρώ, Πολ. 1222/2015), εφόσον βέβαια ο λογαριασμός είναι δηλωμένος ως ακατάσχετος. Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει ακόμη και για τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους ο φορολογούμενος είναι συνδικαιούχος με τρίτους και από την οικονομική σχέση με τα πρόσωπα αυτά θεωρεί ότι τα χρήματα «δεν είναι δικά του». Με τους αυτοματισμούς που διέπουν τη διαδικασία της κατάσχεσης, τέτοιες ιδιωτικές σχέσεις δεν επηρεάζουν το εάν θα γίνει ή όχι κατάσχεση.
Για την προστασία των χρημάτων του πρέπει, ο φορολογούμενος να φροντίσει είτε για την ολοσχερή ανάληψη του χρημάτων του και την αποθήκευσή τους σε ασφαλές μέρος – επιλογή εφικτή μετά την κατάργηση των capital controls – είτε για τη μεταφορά των χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό προσώπου της εμπιστοσύνης του, στον οποίο τραπεζικό λογαριασμό ο ίδιος ΔΕΝ θα είναι συνδικαιούχος.
Ο δεύτερος αλλά εξίσου σοβαρός κίνδυνος, είναι η αδυναμία λειτουργίας της επιχείρησης στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο οι τραπεζικές συναλλαγές είναι στην καθημερινότητα της επιχείρησης. Ας σκεφθεί κανείς μόνον, ότι χωρίς τη χρήση τραπεζικού συστήματος είναι αδύνατη η είσπραξη ποσών τιμολογίων άνω των 500 ευρώ.
Το πρόβλημα αυτό μπορεί να έχει καίριες συνέπειες στην επιβίωση μιας επιχείρησης. Ως εκ τούτου, οι φορολογούμενοι θα πρέπει να σκεφθούν, για την αποφυγή των συνεπειών της κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών, τη δημιουργία νέου νομικού προσώπου (στην καθομιλουμένη θα λέγαμε: «νέου ΑΦΜ») έστω και μόνον για να διαχειρίζεται τις πληρωμές της επιχείρησης.
Οι παραπάνω πληροφορίες είναι γενικού χαρακτήρα και δεν πρέπει να θεωρηθούν ως εξατομικευμένες νομικές συμβουλές που ταιριάζουν σε κάθε περίπτωση κατασχέσεων. Οι φορολογούμενοι θα πρέπει πάντοτε να απευθύνονται στο νομικό σύμβουλο της επιλογής τους, προκειμένου να καταστρώνουν τον καλύτερο δυνατό για αυτούς τους ίδιους σχεδιασμό αποφυγής των συνεπειών της κατάσχεσης των τραπεζικών λογαριασμών.